- κατατόπι
- το-ιού, λεπτομέρειες τοποθεσίας: Δεν ξέρει τα κατατόπια αυτής της περιοχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατατόπι — το (Μ κατατόπι και κατατόπιον) νεοελλ. 1. συν. στον πληθ. τα κατατόπια οι λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, οι κρυφές θέσεις μιας περιοχής («ξέρει τα κατατόπια τής παλιάς πόλης») 2. τόπος διαμονής, κρησφύγετο («πολλά κατατόπια τής κλεφτουριάς ήταν… … Dictionary of Greek
κατατοπίζω — 1. καθοδηγώ κάποιον σχετικά με τις λεπτομέρειες μιας τοποθεσίας, τόν προσανατολίζω, τού δείχνω τα κατατόπια ή τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει 2. μτφ. πληροφορώ λεπτομερώς, ενημερώνω, διαφωτίζω κάποιον πάνω σε κάτι που δεν γνωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κατατόπιον — κατατόπιον, τὸ (Μ) βλ. κατατόπι … Dictionary of Greek